αδέλφωση
Смотреть что такое "αδέλφωση" в других словарях:
αδέλφωση — και αδέρφωση, η [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, αδέλφωμα 2. σύναψη στενής φιλίας … Dictionary of Greek
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
αδέλφωμα — το, ατος και αδέλφωση, η η ένωση με αδελφική φιλία, η συμφιλίωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)